- ὑποίζεσθαι
- ὑποίζεσθαι , ὑφεῖσαI placed underpres inf mp
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
υποίζεσθαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «ὑπονοεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. σχηματισμένος από το ὑπ(ο) * και το ρ. οἴομαι κατ επίδραση τών ρ. σε ζω] … Dictionary of Greek